Η Επανασύνδεση
Αφηγητής Απόστολος Μουμτσακης
Καβάλα , Ιούλιος 2021
Έρευνα, Σύλληψη, Υλοποίηση: Φωτεινή Παπαχατζή
Φωτογραφικά αγάλματα: Ίρις Περγουλιού -Σεργάκη
Χοροθεραπεύτρια: Μυρτώ Ζαρόκωστα
Φωτογραφίες από τα μέλη του Φωτογραφικού Ομίλου Καβάλας :
Χριστίνα Μπέζα, Θεοδώρα Γεωργακούδη, Σώτη Τυρολόγου
Συνεργαζόμενοι φορείς : Φωτογραφικός Όμιλος Καβάλας, Πολιτιστικός Σύλλογος " Το Κάστρο"
Στην Κεσάνη της Ανατολικής Θράκης, στον μεγάλο κάμπο, ζούσε μία εύπορη οικογένεια ελλήνων. Είχαν στην κατοχή τους πολλά χωράφια και πολλά ζώα. Μία αγαπημένη οικογένεια που την αποτελούσαν οι δύο γονείς με τα τέσσαρα παιδιά τους. Μοιρασμένα ακριβώς στη μέση. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια.
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα ένα απόγευμα όμως και ενώ ο πατέρας γυρνούσε από τα ζώα, βούλγαροι κομιτατζήδες, τον συνέλαβαν και τον πήραν μαζί τους. Τα ίχνη του από τότε χάθηκαν. Το πιθανότερο ήταν ότι τον δολοφόνησαν. Έξαλλου αυτός ήταν ο σκοπός των βούλγαρων κομιτατζήδων, να σκοτώνουν των ελληνικό αντρικό πληθυσμό, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο από την ευρύτερη Θράκη.
Η μητέρα, η οποία τον αγαπούσε υπερβολικά, για τρείς μέρες γυρνούσε από σπίτι σε σπίτι και τον έψαχνε. Όταν πλέον κατάλαβε ότι δεν είχε πιθανότητες να τον βρει ζωντανό,από τη μεγάλη στενοχώρια της, έπαθε ίκτερο και πέθανε. Ανέλαβε να συντηρεί την οικογένεια ο μεγάλος αδελφός 19 χρονών αντράκι, ο οποίος φρόντιζε τα χωράφια και τα ζωντανά. Ένα βράδυ δε γύρισε από τα χωράφια. Μάταια τον περίμεναν τα αδέρφια του. Φοβόταν να βγούνε βράδυ από το σπίτι και περίμεναν με την ελπίδα ότι ο μεγάλος αδελφός κάπου θα περνούσε το βράδυ του και θα επέστρεφε σπίτι το πρωί.
Την άλλη μέρα το πρωί τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Βρήκαν τον αδερφό τους κρεμασμένο, μαζί με άλλα έξι παλικάρια, στον πλάτανο της μεγάλης πλατείας του χωριού.
Οι καλοσυνάτοι και αγαθοί άνθρωποι έγιναν απότομα σκληροί. Έπρεπε να επιβιώσουν. Ρόλο μάνας και πατέρα στην οικογένεια ανέλαβε η μεγαλύτερη αδελφή Δημητρούλα, 14 χρονών κοριτσάκι. Πούλησαν τα ζώα και στα χωράφια τα δούλευαν ο εντεκάχρονος Βαγγέλης με τη δεκατριάχρονη αδελφούλα του Γιαννούλα. Για να συμπληρώνουν τα χρήματα που χρειάζονταν για το νοικοκυριό τα κορίτσια έμαθαν να ράβουν και να επιδιορθώνουν ρούχα. Αγόρασαν και δική τους ραπτομηχανή χειρός.
Μια μέρα, οκτώ μήνες μετά το δολοφονία του μεγάλου αδελφού,ακούστηκε ότι οι κομιτατζήδες μπήκαν και πάλι στο χωριό για να πάρουν τα αρσενικά. Η Δημητρούλα, πρόλαβε και έκρυψε στο υπόγειο τη Γιαννούλα και τον Βαγγέλη.Όταν μπήκαν στο σπίτι αυτή έκανε πως τάχα έκοβε ένα κομμάτι ύφασμα για να το κάνει ρούχο.
Γρήγορα οι κομιτατζήδες ανακάλυψαν το υπόγειο. Έπιασαν το μικρό Βαγγελη, του έδεσαν τα χέρια με σχοινί και τον έσυραν έξω από το σπίτι .Εκείνος με όση δύναμη είχε αντιστέκονταν. Ούρλιαζε και έκλαιγε δυνατά.
Μέσα στην απελπισία της η Δημητρούλα έμπηξε το ψαλίδι στο λαιμό ενός κομιτατζή και τον σκότωσε. Η εκδίκηση των κομιτατζήδων ήταν άμεση καθώς με δύο μαχαιριές την ξάπλωσαν στο πάτωμα. Η Γιαννούλα άφωνη παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν.
Όλοι οι άντρες οδηγήθηκαν, μαζί και ο μικρότερος από όλους Βαγγέλης, στην πλατεία του χωριού. Ένας από τους αιχμάλωτους, μεγάλος σε ηλικία, λυπήθηκε το μικρό.
Μικρέ ! Μη κλαις μωρέ! Τα μωρά κλαίνε. Εσύ είσαι άντρας. Έλληνας είσαι.
Η ιστορία μας ειναι γραμμένη με αίμα, πόνο και προσφυγιά.
Δε κλαίμε εμείς οι έλληνες δεν το κατάλαβες ακόμα;
Εγώ γέρασα ένα άχρηστο κορμί.
Εσύ όμως εσύ…. πρέπει να ζήσεις και θα ζήσεις. Με ακούς;
Περιμένουν να σκοτεινιάσει και μετά θα μας πάνε στο μεγάλο αλώνι για να μας σκοτώσουν χαράματα.
Στο δρόμο για το αλώνι εσύ θα εισαι απο την εξωτερική μεριά.
Την ώρα που περνάμε το ρέμα θα σε σπρώξω με δύναμη. Οταν πέσεις στο γκρεμό τσιμουδιά ότι και να πάθεις.
Κατάλαβες; Αν θέλεις να ζήσεις τσιμουδιά.
Ναι. Έλληνας είσαι μην το ξεχνάς.
Ο Βαγγέλης ακολούθησε πιστά ότι του είπε. Έπεσε στον γκρεμό. Μάτωσε πόνεσε δεν έβγαλε κιχ. Όμως από τότε κανείς δεν έμαθε τι απέγινε.
Η Γιαννούλα για να επιζήσει κατέφυγε στο σπίτι συγγενών της και ζήτησε βοήθεια. Εύπορη οικογένεια. Ο αδελφός γιατρός και οι αδελφές δικηγόροι. Την δέχτηκαν και αυτή δούλευε εκεί σαν υπηρέτρια. Δεν είχε κανένα παράπονο.Είχε στέγη, φαγητό και λίγα χρήματα στην τσέπη της. Το κυριότερο όμως της φερόταν ευγενικά και με αγάπη.
Το Σεπτέμβρη του 1922 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο των Μουδανίων και οι ελληνικοί πληθυσμοί μετά την αναχώρηση του ελληνικού στρατού από την Ανατολική Θράκη, ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.Η οικογένεια που φιλοξενούσε τη Γιαννούλα αποφάσισε να μετακομίσει στην Αθήνα. Θέλοντας όμως να τη βοηθήσουν αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη γραμμή Καβάλα -Αθήνα.Υπήρχαν πληροφορίες ότι ανάμεσα στους πολλούς Κεσσανιώτες στην πόλη μας ήταν και ένα θείος του κοριτσιού. Αν ήταν τυχερή πιθανόν και να τον έβρισκε.
Αποβιβάστηκαν στο λιμάνι της Καβάλας.Ένα μπογαλάκι με ρούχα, κρεμασμένο στο ώμο, λίγα χρήματα που είχε μαζέψει η ίδια τα χρόνια που δούλευε σε αυτούς και η ραπτομηχανή.Αυτή που τους έδωσε φαγί στα δύσκολα χρόνια.Αναπόσπαστο κομμάτι της οικογενειακής τους ιστορίας.
Α! Κι ένα κλαδί γιασεμί, να της θυμίζει τη χαμένη πατρίδα
Τους μοίρασαν νερό, γαλέτες και ξερό ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα και τη δίψα τους. Και ενώ οι περισσότεροι κούρνιασαν καταγής, σε κάθε γωνιά του λιμανιού, αυτή μόνη πλέον άρχισε να αναζητά ρωτώντας αριστερά και δεξιά κάποιον Κεσσανιώτη.
Και η τύχη, που τόσες φορές της είχε γυρίσει την πλάτη σήμερα ήταν καλή μαζί τη. Βρέθηκε κάποιος Κεσσανιώτης και μάλιστα γνώριζε που μένει και ο θείος της. Αυτό κι αν ήταν ευχάριστη έκπληξη.
Ο Νικόλαος είναι θείος σου;
Ναι
Αν τον γνωρίζω λέει.
Άνθρωπος του θεού. Αφού προηγουμένως την τάισε, την πήγε σε ένα χάνι, πλήρωσε αυτός τη διανυκτέρευση της και έμεινε ξάγρυπνος όλο το βράδυ να προσέχει μη τυχόν και την πειράξουν. Την άλλη μέρα την παρέδωσε στο θείο της. Άκουσαν την ιστορία της, θυμηθήκαν τα παλιά, έκλαψαν. Ρώτησε να μάθει αν γνώριζαν κάτι για το μικρό της αδελφό, το Βαγγελάκη της. Μάταια όμως.
Πίστεψε ότι επιτέλους βρήκε το καταφύγιο της. Καλοστεκούμενη οικογένεια, αλλά η ζωή με το θείο και τη θεία ήταν πολύ δύσκολη. Βρήκε αμέσως δουλειά σε ένα από τα δεκάδες καπνομάγαζα που απασχολούσαν χιλιάδες εργάτες.
Εκεί στο καπνομάγαζο έμελλε να γνωρίσει τον έρωτα της ζωής της. Παντρεύτηκαν και άνοιξαν το δικό τους σπιτικό. Έτσι έγινε οριστικά δεύτερη πατρίδα της η Καβάλα. Εδώ έμελλε να κάνει τα παιδιά της και να πεθάνει.
Κι ενώ τα χρόνια περνούσαν, ένα βράδυ κάποιος χτύπησε την πόρτα τους. Ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. Είναι η αλήθεια ότι εδώ και μέρες είχε ένα καλό προαίσθημα.Έτρεξε να ανοίξει μαζί με τον άντρα της. Στο κατώφλι της πόρτας ήταν ένας άνδρας. Έψαχνε λέει να βρει τους συγγενείς του και οι πληροφορίες τον έφεραν ίσαμε εδώ.
Πλησίασαν την γκαζόλαμπα στο πρόσωπό του. Ήταν ο Βαγγέλης που έψαχνε τόσα χρόνια να τη βρει. Αυτός ήταν δε χωρούσε αμφιβολία. Το ένα μάτι του πράσινο και το άλλο γαλάζιο. Δεν υπήρχε καλύτερη απόδειξη από αυτό. Ο διπλωμάτης τους όπως τον αποκαλούσαν από μικρό.
Ο Βαγγέλης όταν δραπέτευσε από τους κομιτατζήδες κατάφερε να φτασει μυστικά με ένα καράβι στην Καβάλα κι από εκεί στο Δοξάτο Δράμας. Λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισε στην Ελευθερούπολη. Βρήκα δουλειά σαν βοσκός σε κάποιον που είχε πολλές αγελάδες. Αγαπήθηκε με τη μία από τις τρεις κόρες αυτού και στο τέλος την παντρεύτηκε.Η Γιαννούλα από τότε δεν τον ξαναέχασε. Συνέχισε να εργάζεται έχοντας μια ήρεμη ζωή. Η Καβάλα έγινε η δεύτερη πατρίδα της. Εδώ έμελλε να κάνει τα παιδιά της και να κλείσει τα μάτια της. Η Γιαννούλα ήταν η μητέρα της νονάς μου.