Και τότε όταν καθόμασταν, συνέβαινε η μαγεία μόλις βουτούσα το ψωμί με το βούτυρο και στην κόκκινη θάλασσα του άσπρου φλυτζανιου, θα ‘βλεπα να γεννιούνται νησιά, μικρά και μεγάλα. Το φλαμουρι το αγαπώ, γιατί το έπινα μαζί σου.
Μιλούσες, μιλούσες πολύ. Μιλούσες μόνος πολύ όταν ήσουν μόνος σου. Είχες τους "ανθρώπους", τους έφερνες μπροστά σου και μιλούσατε. Τί λέγατε, δεν ξέρω. Για ώρες μπορούσα να σε ακούω να μιλάς, να γελάς όσο μιλάς, να κλαις, να θυμώνεις και χωρίς να ξέρω τουρκικά, καταλάβαινα τί ένιωθες. Η εξομολόγησή σου ήταν ασφαλής. Άγνωστη ακόμη και σήμερα γλώσσα σε μένα αλλά πάντα οικεία.
Σ’ έβρισκα στο κρεβάτι σου, δίπλα στο μεγάλο παράθυρο που έβλεπε την μουριά, την δάφνη, τη ροδιά και το κοτέτσι, στο οποίο όταν δεν ήμουν εγώ να κυνηγάω τις κότες, ήτανε οι γάτες που τις έδιωχνες με φωνή και πέτρες που φύλαγες ειδικά γι αυτό το σκοπό, στο περβάζι.
Και τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωνα εγώ, γερνούσες εσύ κι εγώ δεν το καταλάβαινα.