Η φωτογραφία
Λίλα Μπρουκάκη
Καβάλα
Ιούλιος 2021
Φωτογραφίες : Χριστίνα Μπέζα, Θεοδώρα Γεωργακούδη, Σώτη Τυρολόγου
Καλωσορίσατε στην Παναγία μας, στην γειτονιά μου, στα Μπακαλάκια ! Tο γιατί η περιοχή ονομαζόταν Μπακαλάκια είναι το τέλος αυτής της ιστορίας που θα σας διηγηθώ.
Θα σας ταξιδέψω στο 1922 στην Ανατολική Θράκη στον Πλάτανο, ένα μικρό ορεινό χωριό, πολύ κοντά στο παραθαλάσσιο Μυριόφυτο. Κτισμένο σε καταπράσινες πλαγιές, με αμπέλια και περιβόλια με καρποφόρα δένδρα. Αποτελεί έναν εξαίρετο εξώστη θέας στη θάλασσα τού Μαρμαρά και την απέναντι Μικρασιατική πλευρά. Από εκεί, αναπνέοντας τον καθαρό αέρα, με ανοιχτό τον ορίζοντα και με τον γαλάζιο, φωτεινό και απέραντο ουρανό επάνω σου, αγναντεύεις τα πλοία να περνούν σχίζοντας τα ήρεμα νερά. Άλλα να πηγαίνουν προς την Πόλη και τη Μαύρη Θάλασσα και άλλα να κατηφορίζουν προς την Προποντίδα για να βγούνε στο Αιγαίο.
Εκεί ζούν η Αναστασία και τα παιδιά της, 12 τον αριθμό Είναι χήρα και τα μεγαλύτερα έχουν αναλάβει τον βιοπορισμό της οικογένειας .Τα περισσότερα όμως απ’ αυτά είχαν διασκορπιστεί μετανάστες, πριν την προσφυγιά, σε όλα τα μέρη του κόσμου (Ελλάδα, Αμερική, Γαλλία, Αίγυπτο, Κωνσταντινούπολη ). Είναι χρόνια τώρα που και ο Γιώργος λείπει στον στρατό. Πέρασε το Σαγγάριο ποταμό, κόντευαν να φτάσουνε στην Άγκυρα, αλλά σε μια άγρια μάχη, τραυματίστηκε στο πόδι και μετά από νοσηλεία σε Νοσοκομείο του Πειραιά, πήρε αναρρωτική άδεια για το χωριό του, στον Πλάτανο Ανατολικής Θράκης.
Μόλις έφτασε εκεί, είδε τους δικούς του και τους συγχωριανούς μου να τρυγούν τα αμπέλια. Όταν τους είδε να κάνουν αμέριμνοι τις συνηθισμένες αγροτικές ασχολίες τους και να ετοιμάζονται να γεμίσουν τα βαρέλια με μούστο και κρασί, τους τους είπε:
-Τι κάνετε εδώ; Χάνουμε τον πόλεμο και εσείς ετοιμάζεστε να κάνετε κρασιά; Σε λίγο θα χάσουμε και τα σπίτια μας και τα αμπέλια μας. Θα μάς διώξουν από εδώ. Θα μάς στείλουν σύντομα στην Ελλάδα. Πώς θα τα πάρουμε όλα μαζί μας; Όλα αυτά, όλο το βιός μας, τα σπίτια μας, τα αμπέλια μας, τις βαρέλες με τα κρασιά, τα γεμάτα κελάρια μας, τα ζώα μας και τα ρούχα μας, θα αναγκαστούμε δυστυχώς να τα εγκαταλείψουμε όλα.
Εκείνη την εποχή, βλέπετε, δεν υπήρχε τρόπος οι άνθρωποι να μάθουν τα νέα όπως σήμερα. Πώς να ξέρουν οι άνθρωποι τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσμο; Πώς να μάθουν ότι ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό και κέρδιζε μάχες; Πού να ξέρουν ότι μας είχαν εγκαταλείψει οι σύμμαχοι της Ελλάδας;
Το κακό της προσφυγιάς που ακολούθησε την ελληνική ήττα στο Μικρασιατικό Πόλεμο το είχε προβλέψει γιατί είχε δει τον πανικό στη Μικρασία και την Αθήνα, όταν έφθασε τραυματίας. Είχε ζήσει τη φρίκη του Μικρασιατικού χαμένου πολέμου και πήρε από την πρώτη γραμμή των μαχών την οσμή αυτών που επρόκειτο να ακολουθήσουν.
Ήταν τότε παλικαράκι 21χρονώ, πήρε το άλογό του και ήλθε πεζοπορώντας στην Καβάλα, οι υπόλοιποι θα ακολουθούσαν με τα πλοία. Το άλογο δεν το καβαλούσε στη διαδρομή παρά ελάχιστα μόνο λεπτά κάθε φορά, για να μην κουρασθεί το ζώο στον κακοτράχαλο δρόμο και ψοφήσει. Πέρασε ποτάμια και βουνά, πέρασε μέσα από δάση και χαράδρες, από κακοτράχαλα μονοπάτια, έχοντας ως πυξίδα του τον ήλιο, με μοναδική κατεύθυνση τη Δύση και προορισμό του την Καβάλα.
Εδω ήλθε και η Ελισσώ με τα αδέλφια της αφού περίμεναν τρία μερόνυχτα στην παραλία της Σηλύβριας. Ορφανή από γονείς, με την αδερφή της την Κατίνα, τα αδέρφια της, τον Άνθιμο και τον Θανάση, από το Παλλαδάριο της Προύσας που ζούσαν, κατέβηκαν στα Μουδανιά.
«Προύσα μου με τα πλούτη σου και με τις ομορφιές σου…»
Έμειναν εκεί στην παραλία ξεσκέπαστοι και άγρυπνοι τρία ολόκληρα μερόνυχτα. Νηστικοί, διψασμένοι, απελπισμένοι και εκτεθειμένοι στην υγρασία πάνω στην αμμουδιά. Όταν το δειλινό της 26ης Αυγούστου 1922 απέπλεε ο ελληνικός στόλος από το λιμάνι της Σμύρνης και περνούσαν τα πλοία μας δίπλα από τα «συμμαχικά» πολεμικά πλοία, το Γαλλικό θωρηκτό «Ερνέστος Ρενάν», το Αγγλικό θωρηκτό «Σιδηρούς Δούξ» και το Ιταλικό θωρηκτό «Ντουίλιο», τα πληρώματα τους ήταν παρατεταγμένα στο κατάστρωμα και απέδιδαν τιμές, ενώ οι μπάντες τους παιάνιζαν τον Εθνικό μας ύμνο! Τι ειρωνεία αλήθεια… Οι μεγάλοι σύμμαχοί μας πρώτοι απέδιδαν τιμές στον ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας!..
«Προύσα μου με τα πλούτη σου και με τις ομορφιές σου…»
Στα ποδογύρια είχε όλα τα πολύτιμα ραμμένα η Ελισσώ. Τις λίρες, τις ντούμπλες , μια δυο χρυσές αλυσίδες και τα σκουλαρίκια της μάνας της. Εκείνα, με το ρουμπίνι στη μέση. Πόσο όμορφα ήταν! Θυμάται τη μάνα της σαν όνειρο να τα έχει κρεμασμένα στ’ αυτιά της. Το ρουμπίνι στη μέση. Στρογγυλό.
Πιο μεγάλο από φακή, πιο μικρό από ρεβίθι. Δεμένο με τις χρυσές αγκίδες. Μετά οι στήμονες με το μπιλάκι στην άκρη και τέλος το πλαίσιο, από κυματιστά χρυσά ροδοπέταλα. Όλη η περιουσία, όλες οι αναμνήσεις, όλες οι χαρές και οι λύπες, της μέχρι τότε ζωής, κρυμμένες και ραμμένες στα ποδογύρια των ρούχων τους.
Πάγωναν τις τρεις αυτές νύχτες της αναμονής από την υγρασία της θάλασσας, καίγονταν από τον ήλιο και τη δίψα την ημέρα. Χώρια η πείνα που τρυπούσε τα στομάχια τους. Είχε σωθεί από μέρες ό,τι φαγώσιμο είχαν πάρει μαζί τους...Τους έφεραν αμέσως εδώ στην Παναγία και έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες. Ανάλογα με την χωρητικότητα έμειναν σχεδόν σε όλα τα σπίτια αυτής της μικρής περιοχής.
Εδώ όμως ήταν αλλιώς, ήσυχη και όμορφή γειτονιά ήταν και ο Γιώργος από τον Πλάτανο που τον έβλεπε κάθε μέρα να αγωνίζεται για την μάνα του και τα αδέλφια του. Κι αυτός την είχε δει μια δυό φορές στην βρύση εδωδά στην γωνία που είναι τώρα ο πυροσβεστικός κρουνός . Όμως ότι γινόταν, γινόταν μόνο με τα μάτια. Περνούσε έξω από το σπίτι της, να αυτό εκει στην γωνία περίμενε μπας και την τρακάρει.
Αυτή όταν τον έπαιρνε χαμπάρι έτρεχε στο παράθυρο με το καφασωτό για να τον κοιτάει ανενόχλητη, χωρίς να την αντιλαμβάνεται. Σιγά μην έδινε το δικαίωμα. Ωραίος ήταν. Ψηλός και όμορφος. Πώς να μείνει αδιάφορο το βλέμμα και η καρδιά; Λεβεντάντρας!
Και μετά μια φωτογραφία έγινε η αιτία να μιλήσουν. Εκείνη που έγινε αιτία να κάνει ο Γιώργος σκηνή ζηλοτυπίας και να χαλάσει ένα κάρο λεφτά, που τα μάζευε για να πάει να τη ζητήσει. Όλα κι όλα! Όχι να χαίρεται όλος ο κόσμος την ομορφιά της Ελισσώς από τη βιτρίνα του φωτογραφείου! Αυτή η κοπέλα θα γινότανε δικιά του και κανείς δεν ήθελε να γλυκοκοιτά τα αφράτα χέρια της και το όμορφο πρόσωπο. Γιατί, αυτά έκαναν τον φωτογράφο να τη σταματήσει μια μέρα που περνούσε έξω από το μαγαζί του και να της ζητήσει να τη φωτογραφίσει. Την έβλεπε κάθε φορά που πήγαινε και γυρνούσε από το κέντρο της πόλης. Ωραία κοπέλα με όμορφα αφράτα χέρια. Μια τέτοια φωτογραφία στη βιτρίνα του θα τραβούσε πελατεία. Έτσι εκείνη τη μέρα που την είδε να περνάει, βγήκε και της μίλησε. Της ζήτησε να τη φωτογραφίσει. Δέχτηκε η Ελισσώ.
Την κάθισε σε μια όμορφη λυγαροπλεγμένη πολυθρόνα και την έβαλε να ακουμπήσει τα χέρια της στα μπράτσα της πολυθρόνας, για να πέφτουν μπροστά τα όμορφα αφράτα χέρια. Ίδιας αξίας τα χέρια και το πρόσωπο. Ανέβηκε η δουλειά του φωτογράφου μόλις κρέμασε το κάδρο στη βιτρίνα. Σταματούσε ο κόσμος και χάζευε την όμορφη κοπέλα. Το αντιλήφθηκε ο Γιώργης και ανταριάστηκε. Την παραφύλαγε, πότε θα βγει από το σπίτι να την πιάσει να της μιλήσει. Δεν το είχε ξανακάνει. Κι αυτή την πρώτη φορά, θα της έλεγε να πάει και να μαζέψει το κάδρο από το φωτογραφείο για να μην την κοιτάει ο κόσμος. Από δω και πέρα μόνο αυτός θα την κοιτούσε και κανένας άλλος. Δεν είχαν ξαναμιλήσει.
Σε 4 χρόνια από τον ξεριζωμό είχαν κιόλας παντρευτεί και γεννηθηκε και το 1ο παιδί κορίτσι η Αναστασία, θα ακολουθούσαν άλλα 5. Ο μπαμπάς μου γεννήθηκε τρίτος στην σειρά, με τη βοήθεια μιας πρακτικής μαμής το 1933, εδώ σε ένα γειτονικό παλιό Τούρκικο σπίτι στην 2η πάροδο Βυζαντίου, όπου προηγουμένως έμεναν οι γονείς του. Και μετά το νέο σπίτι .
Ήταν ένα παλιό ανταλλάξιμο Τούρκικο, επί της οδού Βυζαντίου που είχε αγοράσει ο παππούς μου το 1936 από την Εθνική Τράπεζα, διαχειρίστρια των εξ ανταλλαγής κτημάτων. Το ψηλοτάβανο σπίτι θα γέμιζε φωνές παιδικές και ζωή. Ζωή! Φτάνει η θλίψη. Νισάφι πια με τις αναμνήσεις. Θα δημιουργούσε νέες, όμορφες, χαρούμενες. Ας έδινε ο Θεός να μην ξανανιώσουν ξεριζωμό, πόνο, φόβο, θάνατο.
Είχε τότε ο παππούς μου δίπλα και κολλητά στο σπίτι, ένα μπακάλικο συνοικιακό, στην περιοχή που οι παλιότεροι αποκαλούν «Μπακαλάκια». Στον ίδιο δρόμο λειτουργούσε, απέναντι μας ακριβώς, ακόμη ένα μπακάλικο, του κυρ-Παναγιώτη Ζαχαριάδη, ο οποίος είχε πρωτύτερα συνεταιρικά με τον Νιζαμίδη ένα άλλο μπακάλικο, λίγο ψηλότερα, στην οδό Μεχμέτ Αλή. Απέναντι από το δικό μας μπακάλικο λειτουργούσε και ένας φούρνος, του κουμπάρου μας Ανέστη Παράση, από τον Πόντο, ο οποίος αργότερα σταμάτησε τη λειτουργία του και πουλούσε είδη μπακαλικής και νόστιμο παγωτό.
Τότε τα συνοικιακά μπακάλικα πουλούσαν τα πάντα, από είδη διατροφής, οινόπνευμα, πετρέλαιο για τις γκαζόλαμπες, κάρβουνα για τα μαγκάλια, καυσόξυλα, κρασί βαρελίσιο, παγωτό, κ. α. μέχρι και φάρμακα για τον πονοκέφαλο. Ήταν τα «σούπερ μάρκετ» της εποχής εκείνης.
Δούλευαν, όμως, με βερεσέ, με τεφτέρια. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν καπνεργάτες ή ναυτικοί σε ψαροκάικα. Φτωχοί και μεροκαματιάρηδες πρόσφυγες. Και όλοι τους ψώνιζαν βερεσέ. Οι νοικοκυραίοι πελάτες ξοφλούσαν τα χρέη τους τη μέρα της πληρωμής τους. Μερικοί τα άφηναν για την άλλη φορά και φόρτωναν κάθε τόσο το τεφτέρι με χρέη. Όλα αυτά τα χρέη πήγαν … «περίπατο» με τους πολέμους που ακολούθησαν ! Χάθηκαν μέσα στο γενικό χαμό.
Τα μπακαλάκια χάθηκαν όχι μόνο για τα χρέη αλλά και γιατί μετά από χρόνια ήλθε μια άλλη μετανάστευση προς την Ευρώπη αυτή την φορά. Ετσι έμεινε μόνο ένα το μπακάλικο του Κοκορέλια μέχρι την συνταξιοδότησή του. Και η ζωή συνεχίζει και αλλάζει δίχως να κοιτάζει την δική μας μελαγχολία..