Τα ρολόγια της γιαγιάς μου
Σοφία Τσίγκου
Καβάλα
Ιούλιος 2021
Φωτογραφίες : Έλενα Καμίλη, Σώτη Τυρολόγου, Δημοσθένης Βαρδαβούλιας, Αλεξανδρος Μο, Θεοδώρα Γεωργακούδη
Συνεργαζόμενοι φορείς : Φωτογραφικός Όμιλος Καβάλας, Σύλλογος Μικρασιατών Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας»
Μια πρωτοχρονιά του 1925, που τις ώρες τις μετρούσαν οι χτύποι της καρδιάς…. Πάντα ξυπνούν οι θαμμένες θύμησες. Έτσι ξαφνικά, όσο περνούν τα χρόνια ξαστοχά ο νους και περιπλανιέται σε όλα εκείνα που έζησε και σημάδεψαν την πορεία του. Και ανοίγουν τα συρτάρια της μνήμης και ξεχύνονται οι μυρωδιές από πράσινο σαπούνι και κανελογαρύφαλλο…
Μεγάλωσα με μια γιαγιά που κουβαλούσε πάνω της την αύρα της Ανατολής, τον καθαρό αέρα της Καππαδοκίας. Παρόλο που την έζησα από πολύ κοντά, λυπάμαι γιατί τότε μικρή δεν της επέμενα να μου πει την ιστορία της. Θαρρώ όμως ότι δεν ήθελε και να πει. Μα σαν ερχόταν οι θύμησες, χάντρες βαριές στο κομπολόι της ζωής, έβαζε το μπρίκι στη φωτιά, ανακάτευε με το κουταλάκι ελπίδες και προσμονές σε ένα βαρύ χαρμάνι και σαν άρχιζαν οι φουσκάλες να ξανθύνουν να γίνουν το καϊμάκι της ζωής γέμιζε η κάμαρα μυρωδιές, αρώματα, εικόνες από τα κεντημένα βράχια της πατρίδας της, από τραπέζια με πρόσωπα αγαπημένα και αυλές με κατιφέδες και βασιλικά. Τότε έφευγε η ματιά, αγκάλιαζε τον ορίζοντα κι έπιανε το νήμα που το άφησε κάπου καλά κρυμμένο στο χθες.
Σε μια τέτοια στιγμή μου έλυσε την απορία που είχα από μικρή, τα πολλά ρολόγια που είχε στο σπίτι της. Κάθε φορά που τη ρωτούσα μου χαμογελούσε γλυκά και μου έλεγε: «Τα αγόρασα γυαρί μου για να μη χάνω τις Πρωτοχρονιές της ζήσης μου.»
Ήτανε λέει μικρά παιδιά αυτή και τα τρία αδέλφια της όταν ήρθαν πρόσφυγες, τρομαγμένα πουλιά, με την απόγνωση στο βλέμμα και την φτώχεια στην πραγματικότητα τους.
Έμειναν για λίγο στο Ποδοχώρι και έπειτα πήραν την ορφάνια τους και ήρθαν με την μαμά τους σε κάποιο σπίτι στην Καβάλα κοντά στο Νοσοκομείο. Φυσικά με την λέξη σπίτι εννοούμε ένα δωμάτιο, με τις κουρελούδες, το φανάρι για τα τρόφιμα, τη λάμπα πετρελαίου, την πήλινη στάμνα που κρατούσε δροσερό το νερό από την κοντινή βρύση της γειτονιάς .
Παραμονή Πρωτοχρονιάς περίμεναν την αλλαγή του χρόνου για να γιορτάσουν. Ρολόι δεν υπήρχε και συχνά εκείνη και τα αδέλφια της άνοιγαν το παράθυρο για να ακούσουν κάτι από τους γείτονες και να καταλάβουν ότι άλλαξε ο χρόνος.
Με ένα στόμα τα παιδιά άρχισαν να τραγουδούν το πάει ο παλιός ο χρόνος ή κάποια παρόμοια κάλαντα « δεν θυμάμαι καλά πια» μου είπε, ξεσηκώνοντας τους γείτονες που είχαν πια κοιμηθεί.
«Από τότε είπα», μου διηγήθηκε, με ένα πείσμα στο βλέμμα, ότι το πρώτο που θα αγόραζα μόλις είχα παράδες θα ήταν ένα ρολόι. Χάσαμε τόσα πολλά και ακριβά, τόσες ζωές δεν θα χάσω και τις Πρωτοχρονιές μου. Ένα από εκείνα τα ρολόγια ένα μεγάλο κουρδιστό ξυπνητήρι το έχω ακόμη…….
Εκείνη μετρούσε τις ώρες, εγώ σαν το κοιτώ μετρώ τις πολύτιμες στιγμές που έζησα κοντά της και τότε δεν το γνώριζα ……