top of page
Κοιλάδα_3.jpg

Το χωριό

της Γεωργίας Σαρηγιαννίδου-Παπαδοπούλου

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου εγκατέλειψαν το χωριό της Δυτικής Μακεδονίας όπου ζούσαν μετά τον πόλεμο του ’40 και κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου ήρθε με την οικογένειά του από τον Πόντο, ήταν περίπου πέντε ετών, από τον Πόντο τους μετέφεραν στην Καλαμάτα και κατόπιν τους μετέφεραν στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας από όπου έφυγαν τούρκοι κάτοικοι. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Ελλάδα, οι γονείς της  ήταν πρόσφυγες από την Αν Θράκη, από παραθαλάσσια περιοχή, τους μετέφεραν στον Τύρναβο και κατόπιν στη Δυτική Μακεδονία. Όπως έλεγε η μητέρα του πατέρα μου, «εμείς παιδί μου ήμαστε άνθρωποι των βουνών», την άλλη γιαγιά σου να λυπάσαι που ήρθε από τα παραθαλάσσια.
Μέχρι την ηλικία των δώδεκα ετών τα καλοκαίρια ήμουν στο χωριό με τη μητέρα, ο πατέρας έμενε στη Θεσσαλονίκη στη δουλειά του. Στο χωριό με τις γιαγιάδες, τον παππού, τις θείες, τους θείους τα ξαδέλφια. Σε δύο διαφορετικά σπίτια, με άλλους ήχους και μυρωδιές. Η οικογένεια του πατέρα μου μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, η οικογένεια της μητέρας μου τα ελληνικά της Θράκης με τον δικό τους επιτονισμό και προφορά.
Ζούσαν στα σπίτια που άφησαν οι Τούρκοι με την ανταλλαγή του 1922 φτωχικά, κτισμένα με πλίνθους. Καλλιεργούσαν τα ξερικά, άγονα χωράφια, σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες και κρεμμύδια. Καπνά, και λίγα ζώα, για τη διατροφή της οικογένειας. 
Εγώ περνούσα υπέροχα. Εισέπραττα πολλή αγάπη, φροντίδα, λιχουδιές, και απόλυτη ελευθερία δραστηριοτήτων. Στους στάβλους και τα κοτέτσια, στους κήπους και τα αλώνια, στις αχυρώνες, και στις θημωνιές την εποχή του θερισμού, στα κάρα και τα γαϊδουράκια. Όλη αυτή η εμπειρία της χειρωνακτικής εργασίας και της πρωτογενούς παραγωγής  ήταν για το παιδί της πόλης σπουδαία εκπαίδευση. Η μόνη μηχανική διαδικασία στις καλλιέργειες τότε ήταν η αλωνιστική μηχανή, όλες οι άλλες διαδικασίες γίνονταν με τα παραδοσιακά γεωργικά εργαλεία, ο παππούς με έπαιρνε μαζί του να μαθαίνω, μου έδειχνε μου εξηγούσε.
Οι γιαγιάδες και οι θείες, όλες οι γυναίκες στο χωριό, εκτός από τη σκληρή δουλειά στο χωράφι και το νοικοκυριό, με το νερό που έπρεπε να κουβαλάνε στους κουβάδες από τη μοναδική βρύση του χωριού. Κάθε είδους χειροποίητα  ζυμαρικά υπήρχαν στο σπίτι. Με έστελνε η γιαγιά να αγοράσω καραμέλες από το «μαγαζί» με αυγά έναντι χρημάτων.
Η γιαγιά μου από τον Πόντο, είχε έναν καταπληκτικό λαχανόκηπο. Τα λαχανικά ήταν η πρώτη ύλη για το καταπληκτικό τουρσί κάθε είδους, και τα αποξηραμένα φρούτα η περίφημη ποντιακή κομπόστα(χοσάφ). Οι πύργοι με τα προψημένα φύλλα για τη γρήγορη ποντιακή πίττα ήταν τακτοποιημένα σε ένα ειδικό ράφι.
Η θρακιώτισα γιαγιά είχε πάντα τριαντάφυλλο γλυκό και τα καταπληκτικά γλυκά από πάστα αμυγδάλου με ροδόνερο, το πιάτο με το ρυζόγαλο είχε περίτεχνα σχέδια με τη σκόνη κανέλας, η μοναδική γαλατόπιτα και το κατσικίσιο τυρί.  Η γιαγιά είχε έναν αργαλειό ύφαινε πετσέτες και μαξιλάρες, με περίτεχνες δαντέλες.
Όταν αφηγούνταν ιστορίες πάντα αναφέρονταν «στην Πατρίδα». Ο τόποι που άφησαν ήταν κομμάτι της ζωής τους. 

yppoa_logo_edited.jpg
bottom of page